χημισμός

χημισμός
ο спец, химизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χημισμός" в других словарях:

  • χημισμός — ο, Ν 1. χημ. ο μηχανισμός μιας χημικής αντίδρασης από τα αρχικά προς τα τελικά προϊόντα της 2. το σύνολο τών χημικών φαινομένων, ιδίως τών οργανικών, που παρατηρούνται στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemism < χημ εία + κατάλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»